απίεστος

απίεστος
η , ο [ος , ον ]
1) несжатый, неприжатый; неспрессованный; 2) невыжатый; 3) перен. не подвергшийся нажиму, не вынужденный, не принуждённый (к чему-л.); 4) перен. не поддающийся нажиму, стойкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απίεστος" в других словарях:

  • ἀπίεστος — incompressible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απίεστος — η, ο (Α ἀπίεστος, ον) αυτός που δεν έχει υποστεί πίεση νεοελλ. αυτός που δεν υποκύπτει σε εκβιασμό αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται πίεση, δεν είναι συμπιεστός (π.χ. λίθος, σίδηρος) …   Dictionary of Greek

  • ἀπίεστον — ἀπίεστος incompressible masc/fem acc sg ἀπίεστος incompressible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιέστου — ἀπίεστος incompressible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίεστα — ἀπίεστος incompressible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»